στρυχνίνη — η (λ. γαλλ.), δηλητηριώδης ουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δηλητήριο — Ουσία ικανή, ακόμη και σε πολύ μικρή ποσότητα, να επιφέρει τον θάνατο ενός ατόμου. Υπό ευρύτερη έννοια, δ. καλείται κάθε ουσία ικανή να προκαλέσει μια παθολογική κατάσταση στο άτομο, κατά την οποία οι οργανικοί ιστοί μπορεί να υποστούν πρόσκαιρες … Dictionary of Greek
στρυχνισμός — και στρυχνινισμός, ο, Ν ιατρ. το σύνολο τών συμπτωμάτων που οφείλεται σε δηλητηρίαση από στρυχνίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. strychninism (< στρυχνίνη + ισμός*)] … Dictionary of Greek
κάρυο, εμετικό — Επιστημονική ονομασία φαρμακευτικής δρόγης, που προέρχεται από τα αποξηραμένα σπέρματα του στρύχνου του εμετικού (οικογένεια λογανιίδες), ενός δέντρου που φυτρώνει σε μερικές νότιες χώρες και νησιά της Ασίας (Σρι Λάνκα, Ταϊλάνδη, Ιάβα κ.α.).… … Dictionary of Greek
άμβλωση — Η διακοπή της εγκυμοσύνης, που συνίσταται στην αποβολή του εμβρύου πριν από την πάροδο 28 εβδομάδων, οπότε το έμβρυο είναι πλέον βιώσιμο. Η ά. μπορεί να γίνει αυτόματα ή να προκληθεί τεχνητά. Η αυτόματη ά. συμβαίνει χωρίς την επέμβαση της ίδιας… … Dictionary of Greek
αλκαλοειδή — Οργανικές αζωτούχες ενώσεις πολύπλοκης σύνταξης, των οποίων το μόριο αποτελείται από ομάδες ατόμων που περιέχουν άζωτο και σχηματίζουν κλειστούς δακτυλίους. Τα α. έχουν δηλαδή βασικό χαρακτήρα όμοιο με των αλκαλίων και από αυτό προέρχεται η… … Dictionary of Greek
ασφυξία — Παθολογική κατάσταση, η οποία εκδηλώνεται όταν η παροχή του οξυγόνου στους ιστούς γίνεται ανεπαρκής, με αποτέλεσμα τη διατάραξη των εξεργασιών της οξείδωσης, που αποτελούν τη βάση των ενεργειακών μεταβολών του οργανισμού. Τα αίτια της α. είναι… … Dictionary of Greek
δηλητηρίαση — Παθολογική κατάσταση που προκαλείται από διαλυτές ουσίες, οι οποίες ονομάζονται δηλητήρια και δρουν χημικά στους οργανικούς ιστούς, αλλοιώνοντας τη δομή τους ή διαταράσσοντας τη λειτουργία τους. Η δ. διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια. Η οξεία… … Dictionary of Greek
κουραρίνη — η·(βιοχημ.) ονομασία πολλών αλκαλοειδών που εκχυλίζονται από το κουράριο και συγγενεύουν χημικά με τη στρυχνίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. curarine < γαλλ. curare (< ισπ. curare < kurari, λ. τής καραϊβικής ομάδας … Dictionary of Greek
κυτταροτρόπος — ο 1. βιολ. (για ουσίες) αυτός που έχει την ιδιότητα να ελκύεται από τα κύτταρα στα οποία και προσκολλάται 2. φρ. (βιολ. φαρμ.) «κυτταροτρόπο φάρμακο» χημειοθεραπευτικός παράγοντας που στερεώνεται σε ορισμένες ουσίες τού οργανισμού και όχι στα… … Dictionary of Greek